- ἅψεως
- ἅψεω̆ς , ἅψιςtouchingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίσκαψις — άψεως, ἡ, ΜΑ [περισκάπτω] το σκάψιμο γύρω γύρω … Dictionary of Greek
προδιάγραψις — άψεως, ἡ, Μ [προδιαγράφω] προφητική απεικόνιση … Dictionary of Greek
προσέξαψις — άψεως, ἡ, Α [προσεξάπτω] 1. διαρκής καύση 2. συνεχής έξαψη … Dictionary of Greek
πρόσσκαψις — άψεως, ἡ, Α [προσσκάπτω] σκάψιμο και συσσώρευση χώματος γύρω από κάτι … Dictionary of Greek
ταυροκάθαψις — άψεως, ἡ, Α τα ταυροκαθάψια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + καθάπτω] … Dictionary of Greek
υπόρραψις — άψεως, ἡ, Α [ὑπορράπτω] ὑπορραφή* … Dictionary of Greek
κάθαψις — κάθαψις, άψεως, ἡ (AM) μσν. [καθάπτομαι] καταθορύβηση, κατάπληξη με τρόμο αρχ. το μετά το λουτρό τρίψιμο τού σώματος … Dictionary of Greek
περίθαλψη — η / περίθαλψις, άψεως, ΝΜ [περιθάλπω] η παροχή προστασίας και φροντίδας σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη νεοελλ. φρ. «κοινωνική περίθαλψη» τομέας τού κρατικού προγράμματος κοινωνικών υπηρεσιών για την παροχή οικονομικής, ιατρικής κ.ά. αρωγής και… … Dictionary of Greek
σύναψη — η / σύναψις, άψεως, ΝΜΑ [συνάπτω] 1. η ενέργεια τού συνάπτω, στενή ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, συνένωση («ἐν τῇ συνάψει αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν», Πλάτ.) 2. το σημείο ή η γραμμή στην οποία πραγματοποιείται η παραπάνω ένωση νεοελλ. 1. βιολ … Dictionary of Greek
υπερέξαψη — η / ὑπερέξαψις, άψεως, ΝΜ [ὑπερεξάπτω] υπέρμετρη έξαψη … Dictionary of Greek